- εφιπποτοξοτης
- ἐφιπποτοξότηςἐφ-ιππο-τοξότης-ου ὅ конный стрелок
(Diod. - v. l. ἀμφιπποτοξότης)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Diod. - v. l. ἀμφιπποτοξότης)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφιπποτοξότης — ἐφιπποτοξότης, ὁ (Α) έφιππος τοξότης … Dictionary of Greek